πέστο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πέστο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pesto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπέστο θηλυκό ή ουδέτερο, άκλιτο
- (γαστρονομία) κρύα σάλτσα για μακαρόνια που περιέχει κυρίως βασιλικό, σκόρδο, λάδι και τυρί πεκορίνο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- πέστο στη Βικιπαίδεια
- πιστού