↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόιδιος η ολόιδια το ολόιδιο
      γενική του ολόιδιου της ολόιδιας του ολόιδιου
    αιτιατική τον ολόιδιο την ολόιδια το ολόιδιο
     κλητική ολόιδιε ολόιδια ολόιδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόιδιοι οι ολόιδιες τα ολόιδια
      γενική των ολόιδιων των ολόιδιων των ολόιδιων
    αιτιατική τους ολόιδιους τις ολόιδιες τα ολόιδια
     κλητική ολόιδιοι ολόιδιες ολόιδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολόιδιος < ολο- + ίδιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολόιδιος

  1. ο εντελώς όμοιος, που δεν παρουσιάζει διαφορές από κάποιον / κάτι
  2. που παρόλο το πέρασμα του χρόνου δεν έχει αλλάξει αλλά έχει παραμείνει ίδιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία