↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόμοιος η ολόμοια το ολόμοιο
      γενική του ολόμοιου της ολόμοιας του ολόμοιου
    αιτιατική τον ολόμοιο την ολόμοια το ολόμοιο
     κλητική ολόμοιε ολόμοια ολόμοιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόμοιοι οι ολόμοιες τα ολόμοια
      γενική των ολόμοιων των ολόμοιων των ολόμοιων
    αιτιατική τους ολόμοιους τις ολόμοιες τα ολόμοια
     κλητική ολόμοιοι ολόμοιες ολόμοια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ολόμοιος < μεσαιωνική ελληνική ολόμοιος < όλ(ος) + όμοιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ολόμοιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία