self-confidence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- self-confidence < self- + confidence
Ουσιαστικό
επεξεργασίαself-confidence (en) (μη μετρήσιμο)
- η αυτοπεποίθηση
- ⮡ He looked full of self-confidence.
- Έδειχνε γεμάτος αυτοπεποίθηση.
- ⮡ He looked full of self-confidence.