Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαβεβαιωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαβεβαιωτικ
ός
η
διαβεβαιωτικ
ή
το
διαβεβαιωτικ
ό
γενική
του
διαβεβαιωτικ
ού
της
διαβεβαιωτικ
ής
του
διαβεβαιωτικ
ού
αιτιατική
τον
διαβεβαιωτικ
ό
τη
διαβεβαιωτικ
ή
το
διαβεβαιωτικ
ό
κλητική
διαβεβαιωτικ
έ
διαβεβαιωτικ
ή
διαβεβαιωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαβεβαιωτικ
οί
οι
διαβεβαιωτικ
ές
τα
διαβεβαιωτικ
ά
γενική
των
διαβεβαιωτικ
ών
των
διαβεβαιωτικ
ών
των
διαβεβαιωτικ
ών
αιτιατική
τους
διαβεβαιωτικ
ούς
τις
διαβεβαιωτικ
ές
τα
διαβεβαιωτικ
ά
κλητική
διαβεβαιωτικ
οί
διαβεβαιωτικ
ές
διαβεβαιωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαβεβαιωτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
διαβεβαιωτικός, -ή, -ό
που
διαβεβαιώνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαβεβαιωτικός