διαβεβαιωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
διαβεβαιωτικά < διαβεβαιωτικός
Επίρρημα επεξεργασία
διαβεβαιωτικά
- κατά τρόπο διαβεβαιωτικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβεβαιωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαβεβαιωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαβεβαιωτικό