Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοεπιβεβαίωση οι αυτοεπιβεβαιώσεις
      γενική της αυτοεπιβεβαίωσης* των αυτοεπιβεβαιώσεων
    αιτιατική την αυτοεπιβεβαίωση τις αυτοεπιβεβαιώσεις
     κλητική αυτοεπιβεβαίωση αυτοεπιβεβαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοεπιβεβαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοεπιβεβαίωση < αυτο- + επιβεβαίωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοεπιβεβαίωση θηλυκό

  • όταν κάποιος νιώθει επιβεβαιωμένος για τον εαυτό του και τις επιλογές του
    ※  Βλέπουμε λοιπόν πώς μιά αυτοεπιβεβαίωση τού ανθρώπου γίνεται ταυτόχρονα καί μιά επιβεβαίωση τού κόσμου (Architecture in Greece, Issues 14-15, Αρχιτεκτονικά Θέματα, 1980, σελ. 68)

  Μεταφράσεις επεξεργασία