χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβαιότερος η βεβαιότερη το βεβαιότερο
      γενική του βεβαιότερου της βεβαιότερης του βεβαιότερου
    αιτιατική τον βεβαιότερο τη βεβαιότερη το βεβαιότερο
     κλητική βεβαιότερε βεβαιότερη βεβαιότερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβαιότεροι οι βεβαιότερες τα βεβαιότερα
      γενική των βεβαιότερων των βεβαιότερων των βεβαιότερων
    αιτιατική τους βεβαιότερους τις βεβαιότερες τα βεβαιότερα
     κλητική βεβαιότεροι βεβαιότερες βεβαιότερα
Θηλυκό, καθαρεύουσα: βεβαιοτέρα. Δείτε την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεβαιότερος < βεβαι-ότερος, συγκριτικός βαθμός του βέβαιος

  Επίθετο

επεξεργασία

βεβαιότερος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία