βεβαιότατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βεβαιότατος | η | βεβαιότατη & βεβαιοτάτη |
το | βεβαιότατο |
γενική | του | βεβαιότατου & βεβαιοτάτου |
της | βεβαιότατης & βεβαιοτάτης |
του | βεβαιότατου & βεβαιοτάτου |
αιτιατική | τον | βεβαιότατο | τη | βεβαιότατη & βεβαιοτάτη |
το | βεβαιότατο |
κλητική | βεβαιότατε | βεβαιότατη & βεβαιοτάτη |
βεβαιότατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βεβαιότατοι | οι | βεβαιότατες | τα | βεβαιότατα |
γενική | των | βεβαιότατων & βεβαιοτάτων |
των | βεβαιότατων & βεβαιοτάτων |
των | βεβαιότατων & βεβαιοτάτων |
αιτιατική | τους | βεβαιότατους & βεβαιοτάτους |
τις | βεβαιότατες | τα | βεβαιότατα |
κλητική | βεβαιότατοι | βεβαιότατες | βεβαιότατα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βεβαιότατος < βέβαι(ος) + -ότατος & αρχαία ελληνική βεβαιότατος
Επίθετο
επεξεργασίαβεβαιότατος, -η, -ο και αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου ή για έμφαση
- υπερθετικός βαθμός του βέβαιος απόλυτα βέβαιος, εκατό τοις εκατό σίγουρος
- —Την είδες με τα μάτια σου; Είσαι βέβαιος; —Βεβαιότατος!
Μεταφράσεις
επεξεργασία βεβαιότατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβεβαιότατος, -η, -ον
- υπερθετικός βαθμός του βέβαιος