↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβαιότατος η βεβαιότατη
βεβαιοτάτη
το βεβαιότατο
      γενική του βεβαιότατου
βεβαιοτάτου
της βεβαιότατης
βεβαιοτάτης
του βεβαιότατου
βεβαιοτάτου
    αιτιατική τον βεβαιότατο τη βεβαιότατη
βεβαιοτάτη
το βεβαιότατο
     κλητική βεβαιότατε βεβαιότατη
βεβαιοτάτη
βεβαιότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβαιότατοι οι βεβαιότατες τα βεβαιότατα
      γενική των βεβαιότατων
βεβαιοτάτων
των βεβαιότατων
βεβαιοτάτων
των βεβαιότατων
βεβαιοτάτων
    αιτιατική τους βεβαιότατους
βεβαιοτάτους
τις βεβαιότατες τα βεβαιότατα
     κλητική βεβαιότατοι βεβαιότατες βεβαιότατα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεβαιότατος < βέβαι(ος) + -ότατος & αρχαία ελληνική βεβαιότατος

  Επίθετο

επεξεργασία

βεβαιότατος, -η, -ο και αρχαιοπρεπείς καταλήξεις σε επίσημο ύφος λόγου ή για έμφαση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβαιότατος βεβαιοτάτη τὸ βεβαιότατον
      γενική τοῦ βεβαιοτάτου τῆς βεβαιοτάτης τοῦ βεβαιοτάτου
      δοτική τῷ βεβαιοτάτ τῇ βεβαιοτάτ τῷ βεβαιοτάτ
    αιτιατική τὸν βεβαιότατον τὴν βεβαιοτάτην τὸ βεβαιότατον
     κλητική ! βεβαιότατε βεβαιοτάτη βεβαιότατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβαιότατοι αἱ βεβαιόταται τὰ βεβαιότατ
      γενική τῶν βεβαιοτάτων τῶν βεβαιοτάτων τῶν βεβαιοτάτων
      δοτική τοῖς βεβαιοτάτοις ταῖς βεβαιοτάταις τοῖς βεβαιοτάτοις
    αιτιατική τοὺς βεβαιοτάτους τὰς βεβαιοτάτᾱς τὰ βεβαιότατ
     κλητική ! βεβαιότατοι βεβαιόταται βεβαιότατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβαιοτάτω τὼ βεβαιοτάτ τὼ βεβαιοτάτω
      γεν-δοτ τοῖν βεβαιοτάτοιν τοῖν βεβαιοτάταιν τοῖν βεβαιοτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βεβαιότατος < βέβαι(ος) + -ότατος

  Επίθετο

επεξεργασία

βεβαιότατος, -η, -ον