Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεβαιότατα < υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος βέβαια και βεβαίως

  Επίρρημα επεξεργασία

βεβαιότατα

  1. οπωσδήποτε, εξάπαντος, απόλυτα βέβαια
    -Θα έρθεις απόψε; -Βεβαιότατα!

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

βεβαιότατα