βεβαιότατα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
βεβαιότατα
- οπωσδήποτε, εξάπαντος, απόλυτα βέβαια
- -Θα έρθεις απόψε; -Βεβαιότατα!
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεβαιότατα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βεβαιότατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βεβαιότατο