εξάπαντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξάπαντος < ελληνιστική κοινή ἐξάπαντος < ἐξ ελληνιστική κοινή ἅπαντος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈksa.pan.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξά‐πα‐ντος
Επίρρημα
επεξεργασίαεξάπαντος
- (λόγιο) οπωσδήποτε, σε οποιαδήποτε περίπτωση, όπως και να έχει, βεβαιότατα
- ※ Ἀδιστάκτως δὲ πιστεύομεν ὅτι, ἂν ἔπραττον τότε ὅσα ἔπειτα ἔπραξαν οἱ σύμβουλοι, σύνδικοι, διαχειρισταὶ καὶ δῆθεν πιστωταὶ τῆς μακαρίτιδος ἁτμοπλοϊκῆς ἐταιρίας, ἐξάπαντος θὰ ἐλιθοβολοῦντο. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Ιστορία ενός σκύλου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξάπαντος