ενικός         πληθυντικός  
headrest headrests

  Ετυμολογία

επεξεργασία
headrest < head + rest

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

headrest (en)

  • το στήριγμα του κεφαλιού
    ⮡  The car seats have headrests.
    Τα καθίσματα του αυτοκινήτου έχουν στηρίγματα για το κεφάλι.