rest with
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | rest with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests with |
αόριστος | rested with |
παθητική μετοχή | rested with |
ενεργητική μετοχή | resting with |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrest with (en)
- (επίσημο) εναπόκειται σε, είναι ευθύνη κάποιου να κάνει κάτι
- ⮡ It rests with you to decide.
- Εναπόκειται σε σας ν' αποφασίσετε.
- ⮡ It rests with you to decide.