ενεστώτας rest upon
γ΄ ενικό ενεστώτα rests upon
αόριστος rested upon
παθητική μετοχή rested upon
ενεργητική μετοχή resting upon

  Ετυμολογία

επεξεργασία
rest upon < → δείτε τις λέξεις rest και upon

rest upon (en)