rest upon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | rest upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests upon |
αόριστος | rested upon |
παθητική μετοχή | rested upon |
ενεργητική μετοχή | resting upon |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrest upon (en)
- άλλη μορφή του rest on
ενεστώτας | rest upon |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests upon |
αόριστος | rested upon |
παθητική μετοχή | rested upon |
ενεργητική μετοχή | resting upon |
rest upon (en)