ενεστώτας rest on
γ΄ ενικό ενεστώτα rests on
αόριστος rested on
παθητική μετοχή rested on
ενεργητική μετοχή resting on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
rest on < → δείτε τις λέξεις rest και on

rest on (en)

  1. βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε
    ⮡  His fame rests on his plays rather than his poetry.
    Η φήμη του βασίζεται στα θεατρικά του έργα μάλλον παρά στην ποίησή του.
    ⮡  Our hopes are resting on you.
    Οι ελπίδες μας στηρίζονται σε σένα.
  2. κοιτάζω κάποιον ή κάτι
    ⮡  Her eyes rested on me.
    Τα μάτια της σταμάτησε πάνω μου.

Άλλες μορφές

επεξεργασία