rest on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | rest on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rests on |
αόριστος | rested on |
παθητική μετοχή | rested on |
ενεργητική μετοχή | resting on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrest on (en)
- βασίζομαι σε, στηρίζομαι σε
- ⮡ His fame rests on his plays rather than his poetry.
- Η φήμη του βασίζεται στα θεατρικά του έργα μάλλον παρά στην ποίησή του.
- ⮡ Our hopes are resting on you.
- Οι ελπίδες μας στηρίζονται σε σένα.
- ⮡ His fame rests on his plays rather than his poetry.
- κοιτάζω κάποιον ή κάτι
- ⮡ Her eyes rested on me.
- Τα μάτια της σταμάτησε πάνω μου.
- ⮡ Her eyes rested on me.