at rest
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
at rest (en)
- (ιδιωματισμός) σε στάση, που δεν κινείται
- ↪ If a thing is in motion, it is not at rest.
- Όταν ένα πράγμα ευρίσκεται σε κίνηση, δεν είναι σε στάση.
- ↪ If a thing is in motion, it is not at rest.