ανάπαψη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάπαψη | οι | ανάπαψες |
γενική | της | ανάπαψης | — | |
αιτιατική | την | ανάπαψη | τις | ανάπαψες |
κλητική | ανάπαψη | ανάπαψες | ||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάπαψη < ανάπαυση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάπαψη θηλυκό
- (δημοτική) άλλη μορφή του ανάπαυση
- ※ Έλα να γίνεις ζήλια της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαψη, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της πλώρης, Η θάλασσα, 1899)