Ετυμολογία

επεξεργασία
jachère < gaschiere < μεσαιωνική λατινική gascaria

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʒa.ʃɛʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
jachère jachères

jachère (fr) θηλυκό

  1. η αγρανάπαυση
  2. το χωράφι που βρίσκεται σε αγρανάπαυση

Συνώνυμα

επεξεργασία