jachère
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- jachère < gaschiere < μεσαιωνική λατινική gascaria
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
jachère | jachères |
jachère (fr) θηλυκό
- η αγρανάπαυση
- το χωράφι που βρίσκεται σε αγρανάπαυση