Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

νέας θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νέας θηλυκό

  1. γενική ενικού του νέα
  2. αιτιατική πληθυντικού του νέα