Δείτε επίσης: νέος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεός αἱ νεοί
      γενική τῆς νεοῦ τῶν νεῶν
      δοτική τῇ νε ταῖς νεοῖς
    αιτιατική τὴν νεόν τὰς νεούς
     κλητική ! νεέ νεοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεώ
γεν-δοτ τοῖν  νεοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεός < → δείτε τη λέξη νειός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεός θηλυκό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

νεός