νειός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νειός | αἱ | νειοί |
γενική | τῆς | νειοῦ | τῶν | νειῶν |
δοτική | τῇ | νειῷ | ταῖς | νειοῖς |
αιτιατική | τὴν | νειόν | τὰς | νειούς |
κλητική ὦ! | νειέ | νειοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νειώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νειοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νειός < (εννοείται το ουσιαστικό γῆ < (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα) *neivo-. Συγγενή: σανσκριτική ni- και λατινική nidus (φωλιά).
Ουσιαστικό
επεξεργασίανειός θηλυκό
- (γεωγραφία) πεδιάδα σε χαμηλό μέρος
- χέρσο χωράφι, (νέα) γη
- ※ νειὸν δὲ σπείρειν (...) ἄρουραν. Ησίοδος, Έργα και ημέραι, 463
- και σπέρνε το χέρσο χωράφι
- ※ νειὸν δὲ σπείρειν (...) ἄρουραν. Ησίοδος, Έργα και ημέραι, 463
- (σε επιθετική λειτουργία) χωράφι που οργώθηκε εκ νέου, μετά από περίοδο αγρανάπαυσης
- ※ ἕνα ἐνιαυτὸν […] ἀνάγκη διαλείπειν καὶ ποιεῖν ὥσπερ νειόν. Αριστοτέλης, Περὶ Τὰ Ζῷα Ἱστορίαι, 577a2
- ※ νειὸς ἀμείνων ἡ χειμέριος τῆς ἐαρινῆς. Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν ἱστορία, 8.6.3
- άλλες μορφές: νέα, νειά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- νειός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.