νειά
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | νειᾱ́ | αἱ | νειαί |
γενική | τῆς | νειᾶς | τῶν | νειῶν |
δοτική | τῇ | νειᾷ | ταῖς | νειαῖς |
αιτιατική | τὴν | νειᾱ́ν | τὰς | νειᾱ́ς |
κλητική ὦ! | νειᾱ́ | νειαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νειᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νειαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νειά < → δείτε τη λέξη νειός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
νειά θηλυκό
- άλλη μορφή του νειός
- για τη σημασία: χωράφι που οργώθηκε εκ νέου, μετά από περίοδο αγρανάπαυσης
- ※ παρασκάψει τὴν γῆν νειάν. SIG Sylloge Inscriptionum Graecarum, 963.46
- (Χρειάζεται παραπομπή)
- για τη σημασία: χωράφι που οργώθηκε εκ νέου, μετά από περίοδο αγρανάπαυσης
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- για τους τύπους - νειός, νεός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.