παραθετικά
θετικός well-placed
συγκριτικός better-placed / more well-placed
υπερθετικός best-placed / most well-placed

  Ετυμολογία

επεξεργασία
well-placed < well + placed

  Επίθετο

επεξεργασία

well-placed (en)

  • επίκαιρος
    ⮡  The police had occupied well-placed positions around the Parliament.
    Η αστυνομία είχε καταλάβει επίκαιρες θέσεις γύρω από τη Βουλή.
    ⮡  well-placed strategic points - επίκαιρα στρατηγικά σημεία
     συνώνυμα: well-positioned
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322. ISBN 9780194325684. , λήμμα: επίκαιρος