well-positioned
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | well-positioned |
συγκριτικός | better-positioned / more well-positioned |
υπερθετικός | best-positioned / most well-positioned |
Ετυμολογία
επεξεργασία- well-positioned < well + positioned
Επίθετο
επεξεργασίαwell-positioned (en)
- → δείτε τη λέξη well-placed
Πηγές
επεξεργασία- well-positioned - Cambridge Dictionary online