ἐπίκαιρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπίκαιρος < ἐπί- → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἐπίκαιρος, -ος, -ον, συγκριτικός : ἐπικαιρότερος, υπερθετικός : ἐπικαιρότατος
- αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο χρόνο ή τόπο, έγκαιρος, επίκαιρος, κατάλληλος, χρήσιμος, ωφέλιμος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 85.2
- διότι ἐν χωρίοις ἐπικαίροις εἰσὶ περὶ τὴν Πελοπόννησον.
- επειδή βρίσκονται σε καίρια σημεία γύρω από την Πελοπόννησο.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- διότι ἐν χωρίοις ἐπικαίροις εἰσὶ περὶ τὴν Πελοπόννησον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 34.4
- ὃ δὲ μάλιστα ἐγώ τε νομίζω ἐπίκαιρον ὑμεῖς τε διὰ τὸ ξύνηθες ἥσυχον ἥκιστ᾽ ἂν ὀξέως πείθοισθε, ὅμως εἰρήσεται.
- Εκείνο, όμως, που εγώ θεωρώ την μεγαλύτερη ευκαιρία στην παρούσα περίσταση, αλλά για το οποίο σεις, εξαιτίας της συνηθισμένης αδρανείας σας, θα πεισθείτε πάρα πολύ δύσκολα, που όμως πρέπει ν᾽ αναφέρω, είναι τούτο:
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ὃ δὲ μάλιστα ἐγώ τε νομίζω ἐπίκαιρον ὑμεῖς τε διὰ τὸ ξύνηθες ἥσυχον ἥκιστ᾽ ἂν ὀξέως πείθοισθε, ὅμως εἰρήσεται.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 85.2
- (για μέρη του σώματος) ζωτικός, σπουδαίος, ευάλωτος
- (ιατρική) (για τραύματα ή έλκη) επικίνδυνος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων, 12, @scaife.perseus
- Εἰ γάρ τις ἑλκος λαβὼν ἐν κνήμῃ μήτε λίην ἐπίκαιρον μήτε λίην εὔηθες,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ διαίτης ὀξέων, 12, @scaife.perseus
- (για χρονική περίοδο) προσωρινός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐπίκαιρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίκαιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.