γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπικαιρότατος ἐπικαιροτάτη τὸ ἐπικαιρότατον
      γενική τοῦ ἐπικαιροτάτου τῆς ἐπικαιροτάτης τοῦ ἐπικαιροτάτου
      δοτική τῷ ἐπικαιροτάτ τῇ ἐπικαιροτάτ τῷ ἐπικαιροτάτ
    αιτιατική τὸν ἐπικαιρότατον τὴν ἐπικαιροτάτην τὸ ἐπικαιρότατον
     κλητική ! ἐπικαιρότατε ἐπικαιροτάτη ἐπικαιρότατον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπικαιρότατοι αἱ ἐπικαιρόταται τὰ ἐπικαιρότατ
      γενική τῶν ἐπικαιροτάτων τῶν ἐπικαιροτάτων τῶν ἐπικαιροτάτων
      δοτική τοῖς ἐπικαιροτάτοις ταῖς ἐπικαιροτάταις τοῖς ἐπικαιροτάτοις
    αιτιατική τοὺς ἐπικαιροτάτους τὰς ἐπικαιροτάτᾱς τὰ ἐπικαιρότατ
     κλητική ! ἐπικαιρότατοι ἐπικαιρόταται ἐπικαιρότατ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπικαιροτάτω τὼ ἐπικαιροτάτ τὼ ἐπικαιροτάτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπικαιροτάτοιν τοῖν ἐπικαιροτάταιν τοῖν ἐπικαιροτάτοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐπικαιρότατος < ἐπίκαιρ(ος) + -ότατος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἐπικαιρότατος, -η, -ον