ζωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωτικός | η | ζωτική | το | ζωτικό |
γενική | του | ζωτικού | της | ζωτικής | του | ζωτικού |
αιτιατική | τον | ζωτικό | τη | ζωτική | το | ζωτικό |
κλητική | ζωτικέ | ζωτική | ζωτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωτικοί | οι | ζωτικές | τα | ζωτικά |
γενική | των | ζωτικών | των | ζωτικών | των | ζωτικών |
αιτιατική | τους | ζωτικούς | τις | ζωτικές | τα | ζωτικά |
κλητική | ζωτικοί | ζωτικές | ζωτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζωτικός (< ζῶ) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vital [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαζωτικός, -ή, -ό
- απαραίτητος για τη ζωή
- ⮡ η νόσος έχει προσβάλει τα ζωτικά όργανα του ασθενή
- κρίσιμος, απαραίτητος για τη λειτουργία ή την εξέλιξη προσώπου ή πράγματος
- ⮡ Η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι θέμα ζωτικής σημασίας.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ζωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ζωτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζωτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.