↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζωτικός η ζωτική το ζωτικό
      γενική του ζωτικού της ζωτικής του ζωτικού
    αιτιατική τον ζωτικό τη ζωτική το ζωτικό
     κλητική ζωτικέ ζωτική ζωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζωτικοί οι ζωτικές τα ζωτικά
      γενική των ζωτικών των ζωτικών των ζωτικών
    αιτιατική τους ζωτικούς τις ζωτικές τα ζωτικά
     κλητική ζωτικοί ζωτικές ζωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζωτικός (< ζῶ) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική vital [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζω‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωτικός, -ή, -ό

  1. απαραίτητος για τη ζωή
    ⮡  η νόσος έχει προσβάλει τα ζωτικά όργανα του ασθενή
  2. κρίσιμος, απαραίτητος για τη λειτουργία ή την εξέλιξη προσώπου ή πράγματος
    ⮡  Η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι θέμα ζωτικής σημασίας.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ζωτικός ζωτική τὸ ζωτικόν
      γενική τοῦ ζωτικοῦ τῆς ζωτικῆς τοῦ ζωτικοῦ
      δοτική τῷ ζωτικ τῇ ζωτικ τῷ ζωτικ
    αιτιατική τὸν ζωτικόν τὴν ζωτικήν τὸ ζωτικόν
     κλητική ! ζωτικέ ζωτική ζωτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ζωτικοί αἱ ζωτικαί τὰ ζωτικᾰ́
      γενική τῶν ζωτικῶν τῶν ζωτικῶν τῶν ζωτικῶν
      δοτική τοῖς ζωτικοῖς ταῖς ζωτικαῖς τοῖς ζωτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ζωτικούς τὰς ζωτικᾱ́ς τὰ ζωτικᾰ́
     κλητική ! ζωτικοί ζωτικαί ζωτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζωτικώ τὼ ζωτικᾱ́ τὼ ζωτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ζωτικοῖν τοῖν ζωτικαῖν τοῖν ζωτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα