ζωτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ζωτικός < αρχαία ελληνική ζωτικός < ζῶ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ζωτικός
- απαραίτητος για τη ζωή
- η νόσος έχει προσβάλει τα ζωτικά όργανα του ασθενή
- κρίσιμος, απαραίτητος για τη λειτουργία ή την εξέλιξη προσώπου ή πράγματος
- μερικοί θεωρούν την πρόσβαση στο διαδίκτυο θέμα ζωτικής σημασίας για άτομα στις αναπτυσσόμενες χώρες