καλόκαιρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καλόκαιρος | οἱ | καλόκαιροι |
γενική | τοῦ | καλοκαίρου | τῶν | καλοκαίρων |
δοτική | τῷ | καλοκαίρῳ | τοῖς | καλοκαίροις |
αιτιατική | τὸν | καλόκαιρον | τοὺς | καλοκαίρους |
κλητική ὦ! | καλόκαιρε | καλόκαιροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλοκαίρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλοκαίροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καλόκαιρος < αρχαία ελληνική καλός (καλό-) + καιρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλόκαιρος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- καλόκαιρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.