Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βρομόκαιρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βρομόκαιρ
ος
οι
βρομόκαιρ
οι
γενική
του
βρομόκαιρ
ου
των
βρομόκαιρ
ων
αιτιατική
τον
βρομόκαιρ
ο
τους
βρομόκαιρ
ους
κλητική
βρομόκαιρ
ε
βρομόκαιρ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
βρομόκαιρος
<
βρομό-
+
καιρός
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
βρομόκαιρος
αρσενικό
παλιόκαιρος
,
κακοκαιρία
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
βρομόκαιρος
→
δείτε
τη λέξη
κακοκαιρία