Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκαιρίζω < λείπει η ετυμολογία

πολυκαιρίζω

  1. διαρκώ πολύ
  2. παλιώνω


Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία