πολυκαιρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυκαιρίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαπολυκαιρίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πολυκαιρίζω | πολυκαίριζα | θα πολυκαιρίζω | να πολυκαιρίζω | πολυκαιρίζοντας | |
β' ενικ. | πολυκαιρίζεις | πολυκαίριζες | θα πολυκαιρίζεις | να πολυκαιρίζεις | πολυκαίριζε | |
γ' ενικ. | πολυκαιρίζει | πολυκαίριζε | θα πολυκαιρίζει | να πολυκαιρίζει | ||
α' πληθ. | πολυκαιρίζουμε | πολυκαιρίζαμε | θα πολυκαιρίζουμε | να πολυκαιρίζουμε | ||
β' πληθ. | πολυκαιρίζετε | πολυκαιρίζατε | θα πολυκαιρίζετε | να πολυκαιρίζετε | πολυκαιρίζετε | |
γ' πληθ. | πολυκαιρίζουν(ε) | πολυκαίριζαν πολυκαιρίζαν(ε) |
θα πολυκαιρίζουν(ε) | να πολυκαιρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πολυκαίρισα | θα πολυκαιρίσω | να πολυκαιρίσω | πολυκαιρίσει | ||
β' ενικ. | πολυκαίρισες | θα πολυκαιρίσεις | να πολυκαιρίσεις | πολυκαίρισε | ||
γ' ενικ. | πολυκαίρισε | θα πολυκαιρίσει | να πολυκαιρίσει | |||
α' πληθ. | πολυκαιρίσαμε | θα πολυκαιρίσουμε | να πολυκαιρίσουμε | |||
β' πληθ. | πολυκαιρίσατε | θα πολυκαιρίσετε | να πολυκαιρίσετε | πολυκαιρίστε | ||
γ' πληθ. | πολυκαίρισαν πολυκαιρίσαν(ε) |
θα πολυκαιρίσουν(ε) | να πολυκαιρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πολυκαιρίσει | είχα πολυκαιρίσει | θα έχω πολυκαιρίσει | να έχω πολυκαιρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πολυκαιρίσει | είχες πολυκαιρίσει | θα έχεις πολυκαιρίσει | να έχεις πολυκαιρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πολυκαιρίσει | είχε πολυκαιρίσει | θα έχει πολυκαιρίσει | να έχει πολυκαιρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πολυκαιρίσει | είχαμε πολυκαιρίσει | θα έχουμε πολυκαιρίσει | να έχουμε πολυκαιρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πολυκαιρίσει | είχατε πολυκαιρίσει | θα έχετε πολυκαιρίσει | να έχετε πολυκαιρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πολυκαιρίσει | είχαν πολυκαιρίσει | θα έχουν πολυκαιρίσει | να έχουν πολυκαιρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυκαιρίζω
|