Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυκαιρίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

πολυκαιρίζω

  1. διαρκώ πολύ
  2. παλιώνω


Συγγενικά επεξεργασία


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία