↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυκαιρίτικος η πολυκαιρίτικη το πολυκαιρίτικο
      γενική του πολυκαιρίτικου της πολυκαιρίτικης του πολυκαιρίτικου
    αιτιατική τον πολυκαιρίτικο την πολυκαιρίτικη το πολυκαιρίτικο
     κλητική πολυκαιρίτικε πολυκαιρίτικη πολυκαιρίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυκαιρίτικοι οι πολυκαιρίτικες τα πολυκαιρίτικα
      γενική των πολυκαιρίτικων των πολυκαιρίτικων των πολυκαιρίτικων
    αιτιατική τους πολυκαιρίτικους τις πολυκαιρίτικες τα πολυκαιρίτικα
     κλητική πολυκαιρίτικοι πολυκαιρίτικες πολυκαιρίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυκαιρίτικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυκαιρίτικος, -η, -ο

  1. που έχει διαρκέσει πολύ
     συνώνυμα: πολυκαιρινός
  2. που έχει παλιώσει
     συνώνυμα: μπαγιάτικος, παλιωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία