↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλιωμένος η παλιωμένη το παλιωμένο
      γενική του παλιωμένου της παλιωμένης του παλιωμένου
    αιτιατική τον παλιωμένο την παλιωμένη το παλιωμένο
     κλητική παλιωμένε παλιωμένη παλιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλιωμένοι οι παλιωμένες τα παλιωμένα
      γενική των παλιωμένων των παλιωμένων των παλιωμένων
    αιτιατική τους παλιωμένους τις παλιωμένες τα παλιωμένα
     κλητική παλιωμένοι παλιωμένες παλιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παλιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παλιώνω

παλιωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία