συννεφιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συννεφιά | οι | συννεφιές |
γενική | της | συννεφιάς | των | συννεφιών |
αιτιατική | τη | συννεφιά | τις | συννεφιές |
κλητική | συννεφιά | συννεφιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συννεφιά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή συννεφία με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας < αρχαία ελληνική συννέφεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.neˈfça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐νε‐φιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυννεφιά θηλυκό
- (μετεωρολογία) η παρουσία πολλών σύννεφων στον ουρανό
- (μεταφορικά) μελαγχολία, ιδίως στον πληθυντικό συννεφιές
- ≈ συνώνυμα: ακεφιά, ακεφιές
- εκφράσεις: (είμαι) στις συννεφιές μου, έχω συννεφιές
→ και δείτε τις λέξεις σύννεφο, συν και νέφος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συννεφιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συννεφιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)