Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συννέφει αἱ συννέφειαι
      γενική τῆς συννεφείᾱς τῶν συννεφειῶν
      δοτική τῇ συννεφεί ταῖς συννεφείαις
    αιτιατική τὴν συννέφειᾰν τὰς συννεφείᾱς
     κλητική ! συννέφει συννέφειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συννεφεί
γεν-δοτ τοῖν  συννεφείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συννέφεια < συννεφ(ής) + -εια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συννέφεια, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία