Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συννεφιασμένος η συννεφιασμένη το συννεφιασμένο
      γενική του συννεφιασμένου της συννεφιασμένης του συννεφιασμένου
    αιτιατική τον συννεφιασμένο τη συννεφιασμένη το συννεφιασμένο
     κλητική συννεφιασμένε συννεφιασμένη συννεφιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συννεφιασμένοι οι συννεφιασμένες τα συννεφιασμένα
      γενική των συννεφιασμένων των συννεφιασμένων των συννεφιασμένων
    αιτιατική τους συννεφιασμένους τις συννεφιασμένες τα συννεφιασμένα
     κλητική συννεφιασμένοι συννεφιασμένες συννεφιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συννεφιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συννεφιάζω
 
Συννεφιασμένος ουρανός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ne.fçaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐νε‐φια‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συννεφιασμένος -η -ο

  1. που καλύπτεται κατά ένα μεγάλο μέρος από σύννεφα
    συννεφιασμένος ουρανός
  2. για τη χρονική περίοδο όπου ο ουρανός είναι καλυμμένος από σύννεφα
    ένα συννεφιασμένο πρωινό
    ※  από το τραγούδι (1948) «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη
    Συννεφιασμένη Κυριακή,
    μοιάζεις με την καρδιά μου
    που έχει πάντα συννεφιά,
    Χριστέ και Παναγιά μου
  3. (μεταφορικά) για τη χρονική περίοδο που χαρακτηρίζεται από στενοχώριες και αίσθημα ανησυχίας
  4. (μεταφορικά) για πρόσωπο που δείχνει ότι τον απασχολούν διάφορα προβλήματα και ανησυχεί για κάτι
    ※  Το βράδυ, σα γύρισε, με βρήκε να κάθουμαι στα σκοτεινά κουλουριασμένη σε μια πολυθρόνα, αμίλητη και συννεφιασμένη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία