Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συννεφώδης η συννεφώδης το συννεφώδες
      γενική του συννεφώδους της συννεφώδους του συννεφώδους
    αιτιατική τον συννεφώδη τη συννεφώδη το συννεφώδες
     κλητική συννεφώδη(ς) συννεφώδης συννεφώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συννεφώδεις οι συννεφώδεις τα συννεφώδη
      γενική των συννεφωδών των συννεφωδών των συννεφωδών
    αιτιατική τους συννεφώδεις τις συννεφώδεις τα συννεφώδη
     κλητική συννεφώδεις συννεφώδεις συννεφώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συννεφώδης < σύννεφο + -ώδης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.neˈfo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐νε‐φώ‐δης

  Επίθετο επεξεργασία

συννεφώδης, -ης, -ες

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία