συννεφιασμένου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
συννεφιασμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του συννεφιασμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του συννεφιασμένος
συννεφιασμένου