προσωρινώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωρινώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα προσωρινῶς (μαρτυρείται από το 1832).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε προσωριν(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαπροσωρινώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 860, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- προσωρινός (& προσωρινά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)