acting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαacting (en) (χωρίς παραθετικά)
- αναπληρωματικός, αναπληρωτής, που ενεργεί σε μια θέση, ασκεί καθήκοντα ή εξουσία, έκτακτα, προσωρινά, αναπληρώνοντας ή υποκαθιστώντας κάποιο άλλο πρόσωπο όταν συνήθως χηρεύει μια θέση, παραιτείται ή εκπίπτει κάποιος από ένα αξίωμα κτλ.
- ↪ an acting judge - αναπληρωματικός δικαστής
- ↪ acting manager - αναπληρωτής διευθυντής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαacting (en)
- (μη μετρήσιμο) η υποκριτική
- ↪ This director knows nothing about acting.
- Αυτός ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τίποτα για την υποκριτική.
- ↪ Musical theater includes acting, dancing, and singing.
- Το μουσικό θέατρο συμπεριλαμβάνει υποκριτική, χορό και τραγούδι.
- ↪ This director knows nothing about acting.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαacting (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του act
Πηγές
επεξεργασία- acting (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- acting (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 54. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπληρωτής