Επίθετο

επεξεργασία

acting (en) (χωρίς παραθετικά)

  • αναπληρωματικός, αναπληρωτής, που ενεργεί σε μια θέση, ασκεί καθήκοντα ή εξουσία, έκτακτα, προσωρινά, αναπληρώνοντας ή υποκαθιστώντας κάποιο άλλο πρόσωπο όταν συνήθως χηρεύει μια θέση, παραιτείται ή εκπίπτει κάποιος από ένα αξίωμα κτλ.
    ⮡  an acting judge - αναπληρωματικός δικαστής
    ⮡  acting manager - αναπληρωτής διευθυντής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

acting (en)

  • (μη μετρήσιμο) η υποκριτική
    ⮡  This director knows nothing about acting.
    Αυτός ο σκηνοθέτης δεν ξέρει τίποτα για την υποκριτική.
    ⮡  Musical theater includes acting, dancing, and singing.
    Το μουσικό θέατρο συμπεριλαμβάνει υποκριτική, χορό και τραγούδι.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

acting (en)