• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφήμερα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Ουσιαστικό

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
εφήμερα < εφήμερος + -α

Επίρρημα

επεξεργασία

εφήμερα

  • με εφήμερο τρόπο, σε εφήμερη διάσταση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εφήμερα

Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εφήμερα
      γενική των εφήμερων
    αιτιατική τα εφήμερα
     κλητική εφήμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

εφήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • οι εφήμερες χαρές ή απολαύσεις
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφήμερα&oldid=5475044"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:38

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 07:38.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας