εφήμερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαεφήμερα
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφήμερα
|
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | εφήμερα | ||
γενική | των | εφήμερων | ||
αιτιατική | τα | εφήμερα | ||
κλητική | εφήμερα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
εφήμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- οι εφήμερες χαρές ή απολαύσεις