εφημεριδοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εφημεριδοπώλισσα < εφημεριδοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
εφημεριδοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη εφημεριδοπώλης
Μεταφράσεις επεξεργασία
εφημεριδοπώλισσα
|