Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφημεριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εφημεριακ
ός
η
εφημεριακ
ή
το
εφημεριακ
ό
γενική
του
εφημεριακ
ού
της
εφημεριακ
ής
του
εφημεριακ
ού
αιτιατική
τον
εφημεριακ
ό
την
εφημεριακ
ή
το
εφημεριακ
ό
κλητική
εφημεριακ
έ
εφημεριακ
ή
εφημεριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εφημεριακ
οί
οι
εφημεριακ
ές
τα
εφημεριακ
ά
γενική
των
εφημεριακ
ών
των
εφημεριακ
ών
των
εφημεριακ
ών
αιτιατική
τους
εφημεριακ
ούς
τις
εφημεριακ
ές
τα
εφημεριακ
ά
κλητική
εφημεριακ
οί
εφημεριακ
ές
εφημεριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφημεριακός
<
εφημέριος
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
εφημεριακός
που έχει
σχέση
με τον
εφημέριο
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εφήμερος
,
επί
και
ημέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφημεριακός