Δείτε επίσης: ἐφημερεύω
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφημερεύων
εφημερεύοντας
η εφημερεύουσα το εφημερεύον
      γενική του εφημερεύοντος
εφημερεύοντα
της εφημερεύουσας
εφημερευούσης*
του εφημερεύοντος
    αιτιατική τον εφημερεύοντα την εφημερεύουσα το εφημερεύον
     κλητική εφημερεύων
εφημερεύοντα
εφημερεύουσα εφημερεύον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφημερεύοντες οι εφημερεύουσες τα εφημερεύοντα
      γενική των εφημερευόντων των εφημερευουσών των εφημερευόντων
    αιτιατική τους εφημερεύοντες τις εφημερεύουσες τα εφημερεύοντα
     κλητική εφημερεύοντες εφημερεύουσες εφημερεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφημερεύων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφημερεύων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐφημερεύω < ἐφημέριος → δείτε  (ἐπί) ἐφ- & ἡμέρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fi.meˈɾe.von/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φη‐με‐ρεύ‐ων
ομόηχο: εφημερεύον

εφημερεύων, -ουσα, -ον

  • (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος εφημερεύω: που εφημερεύει, που έχει εφημερία, δηλαδή λειτουργεί\εργάζεται εκ περιτροπής, σε ώρες που κανονικά θα έπρεπε να μη λειτουργεί ή να μην εργάζεται (αργίες, εκτός ωραρίου)
    ⮡  εφημερεύον νοσοκομείο: που για το διάστημα ενός 24ωρου δέχεται τα έκτακτα περιστατικά
    ⮡  εφημερεύοντα φαρμακεία : που είναι ανοιχτό για έκτακτες ανάγκες, ώρες κατά τις οποίες κανονικά όλα τα άλλα φαρμακεία είναι κλειστά
    ⮡  εφημερεύων ή εφημερεύουσα γιατρός : που εργάζεται μέρα αργίας ή ώρες κατά τις οποίες οι άλλοι γιατροί δεν εργάζονται

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επί και ημέρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία