Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐφημερεύω < ἐφημέριος

ἐφημερεύω

  1. έχω σκοπιά κατά τη διάρκεια της ημέρας
  2. είναι η ώρα που εργάζομαι στο ναό (για τους ιερείς και τους καθαριστές/καθαρίστριες που επιμελούντο τα του ναού με ωραριο)

Συγγενικά

επεξεργασία