ακατάλυτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακατάλυτος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατάλυτος < ἀ- στερητικό + καταλύω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακατάλυτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να καταλυθεί, να καταστραφεί
- οι ακατάλυτοι δεσμοί αίματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακατάλυτος