Δείτε επίσης: ἀκατάλυτος, ακατάληπτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάλυτος η ακατάλυτη το ακατάλυτο
      γενική του ακατάλυτου της ακατάλυτης του ακατάλυτου
    αιτιατική τον ακατάλυτο την ακατάλυτη το ακατάλυτο
     κλητική ακατάλυτε ακατάλυτη ακατάλυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάλυτοι οι ακατάλυτες τα ακατάλυτα
      γενική των ακατάλυτων των ακατάλυτων των ακατάλυτων
    αιτιατική τους ακατάλυτους τις ακατάλυτες τα ακατάλυτα
     κλητική ακατάλυτοι ακατάλυτες ακατάλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατάλυτος < (ελληνιστική κοινήἀκατάλυτος < ἀ- στερητικό + καταλύω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακατάλυτος, -η, -ο

  • που δεν μπορεί να καταλυθεί, να καταστραφεί
    οι ακατάλυτοι δεσμοί αίματος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία