Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
το αιώνιο

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιώνιο < αιώνιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιώνιο ουδέτερο

  1. (φυτό) γένος φυτών ενδημικών στις Κανάριες νήσους

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αιώνιο

  1. αιτιατική ενικού του αιώνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αιώνιος