αιώνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αιώνιο < αιώνιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααιώνιο ουδέτερο
- (φυτό) γένος φυτών ενδημικών στις Κανάριες νήσους
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααιώνιο
αιώνιο ουδέτερο
αιώνιο