• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αιωνίως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αἰωνίως

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίρρημα
    • 1.3 Πηγές

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αιωνίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἰωνίως < αρχαία ελληνική αἰώνιος

  Επίρρημα Επεξεργασία

αιωνίως

  • (λόγιο) αιώνια

  Πηγές Επεξεργασία

  • αιώνιος -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιωνίως&oldid=5166759"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Αυγούστου 2021, στις 22:34

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Αυγούστου 2021, στις 22:34.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie