διαλεκτολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαλεκτολογία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαλεκτολογία θηλυκό
- κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τις διαλέκτους μιας γλώσσας και τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτές εξελίσσονται
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαλεκτολογία