dialekto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dialekto | dialektoj |
αιτιατική | dialekton | dialektojn |
dialekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dialekto | dialektoj |
αιτιατική | dialekton | dialektojn |
dialekto (eo)