Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορογραφία οι ορογραφίες
      γενική της ορογραφίας των ορογραφιών
    αιτιατική την ορογραφία τις ορογραφίες
     κλητική ορογραφία ορογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορογραφία < όρος + -γραφία < γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορογραφία θηλυκό

  1. ορεογραφία
  2. (στον κλάδο της ορολογίας) μέρος της ορολογικής εργασίας που αφορά την εγγραφή και παρουσίαση των ορολογικών δεδομένων
    Τα ορολογικά δεδομένα μπορούν να παρουσιάζονται με τη μορφή βάσεων όρων, γλωσσαρίων, θησαυρών ή άλλων δημιοσιευμάτων.

Παράγωγα επεξεργασία

ορογραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία